- στόνυξ
- -υχος, ὁ, Α1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.)2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια3. στον πληθ. οἱ στόνυχεςτα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» — ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνουβ) «λοίγιος στόνυξ» — το κεντρί τού ψαριού τρυγών*.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. ὄνυξ, -υχος «νύχι» και έναν τ. που ανήκει στην οικογένεια τών στάχυς* και στόχος*].
Dictionary of Greek. 2013.